Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμίκος οι γαμίκοι
      γενική του γαμίκου των γαμίκων
    αιτιατική τον γαμίκο τους γαμίκους
     κλητική γαμίκο γαμίκοι
Δεν συνηθίζεται στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμίκος < γαμ(ιάς) + -ίκος < γαμώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈmi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐μί‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαμίκος αρσενικό

  • (χυδαίο) αυτός που γαμάει συχνά, που έχει πολλές επιτυχίες στον τομέα αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία