γαλομαχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλομαχία θηλυκό
- μάχη μεταξύ γάλων
- (στρατιωτική αργκό) τσακωμός μεταξύ νεοσυλλέκτων.
- ↪ Τρεχάτε στην αυλή! Γίνεται γαλομαχία στους νέους!
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατιωτική αργκό
|