Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλομαχία οι γαλομαχίες
      γενική της γαλομαχίας των γαλομαχιών
    αιτιατική τη γαλομαχία τις γαλομαχίες
     κλητική γαλομαχία γαλομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλομαχία < γάλ(ος) + -ο- + -μαχία μάχη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλομαχία θηλυκό

  1. μάχη μεταξύ γάλων
  2. (στρατιωτική αργκό) τσακωμός μεταξύ νεοσυλλέκτων.
    Τρεχάτε στην αυλή! Γίνεται γαλομαχία στους νέους!

  Μεταφράσεις επεξεργασία