γάλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάλος | οι | γάλοι |
γενική | του | γάλου | των | γάλων |
αιτιατική | τον | γάλο | τους | γάλους |
κλητική | γάλε | γάλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική galo d' India
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γάλος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη γαλοπούλα