βύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βύνη | οι | βύνες |
γενική | της | βύνης | των | βυνών |
αιτιατική | τη | βύνη | τις | βύνες |
κλητική | βύνη | βύνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βύνη < (ελληνιστική κοινή) βύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
βύνη θηλυκό
- προϊόν που προκύπτει με κατεργασία του κριθαριού ή άλλων δημητριακών και χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπίρας και τροφίμων