βραχνιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βραχνιάζω
Μετοχή επεξεργασία
βραχνιασμένος, -η, -ο
- που έχει βραχνιάσει, που έχει βραχνάδα στο λαιμό από καταπόνηση ή κρύωμα
βραχνιασμένος, -η, -ο