βραδύγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραδύγλωσσος < ελληνιστική κοινή βραδύγλωσσος < βραδύς + γλώσσα
Επίθετο επεξεργασία
βραδύγλωσσος, -η, -ο
- που μιλάει αργά και -ενδεχομένως- μπερδεύεται στην άρθρωση
Συγγενικά επεξεργασία
- βραδυγλωσσία
- → δείτε τις λέξεις βραδύς και γλώσσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραδύγλωσσος
|