Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουλευτεία οι βουλευτείες
      γενική της βουλευτείας των βουλευτειών
    αιτιατική τη βουλευτεία τις βουλευτείες
     κλητική βουλευτεία βουλευτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλευτεία < ελληνιστική κοινή βουλευτεία. Συγχρονικά αναλύεται σε βουλευτ(ής) + -εία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vu.leˈfti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐λευ‐τεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουλευτεία θηλυκό (λόγιο, σπάνιο, πολιτική)

  1. η ιδιότητα του βουλευτή, το βουλευτιλίκι
  2. το χρονικό διάστημα που κάποιος διατελεί βουλευτής

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουλευτεί αἱ βουλευτεῖαι
      γενική τῆς βουλευτείᾱς τῶν βουλευτειῶν
      δοτική τῇ βουλευτεί ταῖς βουλευτείαις
    αιτιατική τὴν βουλευτείᾱν τὰς βουλευτείᾱς
     κλητική ! βουλευτεί βουλευτεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουλευτεί
γεν-δοτ τοῖν  βουλευτείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλευτεία < βουλευτ(ής) + -εία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουλευτεία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία