Δείτε επίσης: βοσκοί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοσκή οι βοσκές
      γενική της βοσκής των βοσκών
    αιτιατική τη βοσκή τις βοσκές
     κλητική βοσκή βοσκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοσκή < αρχαία ελληνική βοσκή
 
Αγελάδες σε βοσκή.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /voˈsci/

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοσκή θηλυκό

  1. η ενέργεια του βόσκω
    άλλες μορφές: βόσκηση
  2. το χορτάρι που φυτρώνει σε ακαλλιέργητα μέρη
     συνώνυμα: νομή
  3. οι εκτάσεις με τέτοιο χορτάρι
     συνώνυμα: βοσκοτόπι, βοσκότοπος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία