Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pâturage < pasturage < pâturer

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /?/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pâturage pâturages

pâturage (fr) αρσενικό

  1. το δικαίωμα βοσκής σε έναν τόπο
  2. η πράξη του «φέρνω τα ζώα στη βοσκή», η βόσκηση
  3. ο βοσκότοπος

Συγγενικά επεξεργασία