βιοπαθολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοπαθολόγος < βιο- + παθολόγος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biopathologist
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοπαθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ιατρός που έχει ειδικευτεί στην βιοπαθολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- βιοπαθολογία
- βιοπαθολογικός
- → δείτε τις λέξεις βίος, παθολόγος, πάθος και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοπαθολόγος