βιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιαστικός < βιασ- (< βιάζω) + -τικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vʝa.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βια‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
βιαστικός, -ή, -ό
- (για ανθρώπους) που βιάζεται, που σπεύδει, που δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του διαθέσιμο για να κάνει κάτι
- ↪ φεύγω τώρα, είμαι πολύ βιαστικός
- (για ενέργειες ή αποτελέσματα ενεργειών) γρήγορος
- ↪ έριξε μια βιαστική ματιά στο κείμενο πριν το παραδώσει
- που έγινε με βιασύνη και επομένως δεν είναι πολύ επιμελημένος ή προσεγμένος στις λεπτομέρειες ή στην εκτέλεση