Δείτε επίσης: βελόνι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελόνη οι βελόνες
      γενική της βελόνης των βελονών
    αιτιατική τη βελόνη τις βελόνες
     κλητική βελόνη βελόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελόνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βελόνη < βέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelos. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο βελόνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈlo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐λό‐νη
ομόηχο: βελόνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βελόνη θηλυκό

  1. (παρωχημένο) βελόνα
  2. (παρωχημένο) μαγνητική βελόνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βελόνη αἱ βελόναι
      γενική τῆς βελόνης τῶν βελονῶν
      δοτική τῇ βελόν ταῖς βελόναις
    αιτιατική τὴν βελόνην τὰς βελόνᾱς
     κλητική ! βελόνη βελόναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βελόν
γεν-δοτ τοῖν  βελόναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελόνη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < βέλος (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelos) με βελ-, ασθενές θέμα του ρήματος βάλλω + -όνη [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βελόνη θηλυκό

  1. κάθε μυτερή αιχμή
  2. βελόνα
    νύγμα βελόνης ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ φύσεως παιδίου (De natura pueri) @scaife.perseus Hp.Nat.Puer.25
    Ἔχει δὲ οὕτως ὥσπερ εἴ τις ἐν ἀσκῷ ὕδωρ ἐνεὸν ἀποπιέσειεν ἰσχυρῶς καὶ παραπνοὴν τῷ ὕδατι ποιήσειε νύγματι βελόνης ἢ μικρῷ μέζονι
    λείπει η μετάφραση
  3. (ιχθυολογία) ένα είδος οξύρρυγχου ψαριού, ζαργάνα
     συνώνυμα: ῥαφίς

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βέλος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία