Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασιλομήτωρ οι βασιλομήτορες
      γενική της βασιλομήτορος των βασιλομητόρων
    αιτιατική τη βασιλομήτορα τις βασιλομήτορες
     κλητική βασιλομήτορ βασιλομήτορες
Κατηγορία όπως «βασιλομήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασιλομήτωρ < βασιλο- + -μήτωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασιλομήτωρ θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία