Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η βασιλοκτόνος το βασιλοκτόνο
      γενική του/της βασιλοκτόνου του βασιλοκτόνου
    αιτιατική τον/τη βασιλοκτόνο το βασιλοκτόνο
     κλητική βασιλοκτόνε βασιλοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασιλοκτόνοι τα βασιλοκτόνα
      γενική των βασιλοκτόνων των βασιλοκτόνων
    αιτιατική τους/τις βασιλοκτόνους τα βασιλοκτόνα
     κλητική βασιλοκτόνοι βασιλοκτόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασιλοκτόνος < βασιλ(εύς) + -ο- + -κτόνος

  Επίθετο επεξεργασία

βασιλοκτόνος, -ος, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία