βαμβακοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaɱ.va.koˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κο‐φό‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
βαμβακοφόρος, -α/(ος), -ο
- (λόγιο) που φέρει (στην άκρη του) βαμβάκι
- (παρωχημένο, για έδαφος, γη, θηλυκό σε -ος) όπου καλλιεργείται βαμβάκι
- ※ Αἱ βαβμβακοφόροι γαῖαι εἰς τοιαύτην τοῦ χρόνου ἐποχήν εἶναι κατάλευκοι,
- 19ος αιώνας Πανδώρα. Σύγγραμα περιοδικόν, τόμος 11, 1861, σελ.237 [γλώσσα καθαρεύουσα]
- ※ Αἱ βαβμβακοφόροι γαῖαι εἰς τοιαύτην τοῦ χρόνου ἐποχήν εἶναι κατάλευκοι,
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαμβακοφόρος
|