βαθύπεδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθύπεδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαθύπεδος. Μορφολογικά αναλύεται σε βαθύ- + -πεδο + ς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
βαθύπεδος, -η, ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθύπεδος
|