βαθυστόχαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθυστόχαστος < βαθύς + στοχάζομαι
Επίθετο επεξεργασία
βαθυστόχαστος, -η, -ο
- που έχει τη συνήθεια να σκέφτεται βαθιά, αναλυτικά το κάθε πράγμα
- είναι επίμονος και βαθυστόχαστος αναλυτής της επικαιρότητας
- που προέρχεται από βαθειά, αναλυτική σκέψη
- βαθυστόχαστα νοήματα
- βαθυστόχαστα ερωτηματικά
- βαθυστόχαστα γνωμικά