βαθουλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαθουλώνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.θu.loˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /va.θu.loˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /va.θu.loˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή επεξεργασία
βαθουλωμένος, -η, -ο
- που έχει βαθουλωθεί