Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμολογώ < βαθμός + -λογώ

  Ρήμα επεξεργασία

βαθμολογώ

  1. βάζω έναν βαθμό σε κάτι ή κάποιον αξιολογώντας την επίδοσή του
    αν ο πρώτος βαθμολογητής βάλει σε μια έκθεση 14 και ο δεύτερος τη βαθμολογήσει με 18, το γραπτό πάει για αναβαθμολόγηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία