αχάλαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχάλαστος < μεσαιωνική ελληνική αχάλαστος < α- + χαλώ
Επίθετο επεξεργασία
αχάλαστος
- που δεν χαλάει η δεν έχει χαλάσει
- (για ποσό) που δεν έχει δαπανηθεί
- (σπάνιο) που δεν ενοχλείται
- άλλες μορφές: αχάλαγος
- (μεταφορικά) αδιάφθορος
- (μεταφορικά) παρθένος, αδιακόρευτος