Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχάιδευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αχάιδευτ
ος
η
αχάιδευτ
η
το
αχάιδευτ
ο
γενική
του
αχάιδευτ
ου
της
αχάιδευτ
ης
του
αχάιδευτ
ου
αιτιατική
τον
αχάιδευτ
ο
την
αχάιδευτ
η
το
αχάιδευτ
ο
κλητική
αχάιδευτ
ε
αχάιδευτ
η
αχάιδευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αχάιδευτ
οι
οι
αχάιδευτ
ες
τα
αχάιδευτ
α
γενική
των
αχάιδευτ
ων
των
αχάιδευτ
ων
των
αχάιδευτ
ων
αιτιατική
τους
αχάιδευτ
ους
τις
αχάιδευτ
ες
τα
αχάιδευτ
α
κλητική
αχάιδευτ
οι
αχάιδευτ
ες
αχάιδευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχάιδευτος
<
α-
+
χαϊδεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αχάιδευτος
που δεν τον έχουν
χαϊδέψει
Συνώνυμα
επεξεργασία
αθώπευτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
χαϊδεμένος
θωπευμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχάιδευτος
αγγλικά
:
uncaressed
(en)