Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφισοκόλληση οι αφισοκολλήσεις
      γενική της αφισοκόλλησης* των αφισοκολλήσεων
    αιτιατική την αφισοκόλληση τις αφισοκολλήσεις
     κλητική αφισοκόλληση αφισοκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφισοκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφισοκόλληση < αφίσα και κόλληση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφισοκόλληση θηλυκό

  • η διαδικασία επικόλλησης αφισών σε τοίχους ή ταμπλό, σε υπαίθριους χώρους, για προβολή δραστηριοτήτων και ενημέρωση του κόσμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία