αφίσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφίσα | οι | αφίσες |
γενική | της | αφίσας | των | αφισών |
αιτιατική | την | αφίσα | τις | αφίσες |
κλητική | αφίσα | αφίσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφίσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική affiche < afficher < λατινική affigere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος affigo < ad + figo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeygʷ (στερεώνω, κολλώ)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφίσα θηλυκό
- φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή ειδικούς χώρους και με το οποίο γνωστοποιείται ή ανακοινώνεται κάτι δημόσια
- φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή αναρτάται ως διακοσμητικό στοιχείο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αφισάρισμα
- αφισοδιαφημιστής
- αφισοκόλληση
- αφισοκολλητής
- αφισοκολλήτρια
- αφισοκολλώ
- αφισορύπανση
- αφισόραμα
- αφισούλα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αφίσα στη Βικιπαίδεια