Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφίσα οι αφίσες
      γενική της αφίσας των αφισών
    αιτιατική την αφίσα τις αφίσες
     κλητική αφίσα αφίσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αφίσα του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφίσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική affiche < afficher < λατινική affigere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος affigo < ad + figo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeygʷ (στερεώνω, κολλώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈfi.sa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφίσα θηλυκό

  1. φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή ειδικούς χώρους και με το οποίο γνωστοποιείται ή ανακοινώνεται κάτι δημόσια
  2. φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή αναρτάται ως διακοσμητικό στοιχείο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία