αφιλότιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφιλότιμος < α- (στερητικό) + φιλότιμο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fiˈlo.ti.mos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.fiˈlo.ti.mi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.fiˈlo.ti.mo/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
αφιλότιμος, -η, -ο
- που δεν έχει φιλότιμο, που δε νοιάζεται για την υπόληψη ή την τιμή
- (οικείο) που καταφέρνει να ξεπερνά διάφορες καταστάσεις με επιτυχία
- (ως χαρακτηρισμός) για κάποιον που προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφιλότιμος
|