Δείτε επίσης: ἀφιλονείκητος, ἀφιλόνεικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλονίκητος η αφιλονίκητη το αφιλονίκητο
      γενική του αφιλονίκητου της αφιλονίκητης του αφιλονίκητου
    αιτιατική τον αφιλονίκητο την αφιλονίκητη το αφιλονίκητο
     κλητική αφιλονίκητε αφιλονίκητη αφιλονίκητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλονίκητοι οι αφιλονίκητες τα αφιλονίκητα
      γενική των αφιλονίκητων των αφιλονίκητων των αφιλονίκητων
    αιτιατική τους αφιλονίκητους τις αφιλονίκητες τα αφιλονίκητα
     κλητική αφιλονίκητοι αφιλονίκητες αφιλονίκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφιλονίκητος < α- + φιλονικώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αφιλονίκητος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία