αφειδώλευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφειδώλευτος < α- (στερητικό) + φειδωλός (=αυτός που ξοδεύει ή κάνει κάτι με φειδώ, με μέτρο)
Επίθετο επεξεργασία
αφειδώλευτος, -η, -ο
- αυτός που παρέχεται απλόχερα, χωρίς φειδώ, δηλαδή χωρίς οικονομία, χωρίς μέτρο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφειδώλευτος
|