Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφειδώλευτα < αφειδώλευτ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fiˈðo.le.fta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φει‐δώ‐λευ‐τα

  Επίρρημα επεξεργασία

αφειδώλευτα

Άφθονα-άπλετα -απεριόριστα-

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αφειδής και φείδομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αφειδώλευταΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας