αφανιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφανιστικός < (ελληνιστική κοινή) ἀφανιστικός
Επίθετο επεξεργασία
αφανιστικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφανιστικός
Δείτε επίσης : ἀφανιστικός |
αφανιστικός