αυχένας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυχένας | οι | αυχένες |
γενική | του | αυχένα | των | αυχένων |
αιτιατική | τον | αυχένα | τους | αυχένες |
κλητική | αυχένα | αυχένες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυχένας < αρχαία ελληνική αὐχήν
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυχένας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- αυχενικό
- αυχενικό σύνδρομο
- αυχενικός
- αυχένιος
- επαυχένιο
- επαυχένιος
- καταυχένιο
- κλασαυχενίζομαι
- κλασαυχενισμός
- περιαυχένιο
- περιαυχένιος
- στρεψαυχενία