αυτόφωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτόφωτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αὐτόφωτος (απόλυτο φως) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική self luminous ή από τη γερμανική selbstleuchtend [1] [2] Μορφολογικά, αυτό- + (φως) φωτ- + -ος. Δείτε και το ελληνιστικό αὐτόφως.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfto.fo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τό‐φω‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αυτόφωτος, -η, -ο
- που παράγει φως από μόνος του
- ↪ ο Ήλιος είναι αυτόφωτο ουράνιο σώμα
- (μεταφορικά) που έχει και εκφράζει τις δικές του ιδέες και απόψεις
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτόφωτος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αυτόφωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αυτόφωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας