αυτοσυγκράτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυγκράτηση | οι | αυτοσυγκρατήσεις |
γενική | της | αυτοσυγκράτησης* | των | αυτοσυγκρατήσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυγκράτηση | τις | αυτοσυγκρατήσεις |
κλητική | αυτοσυγκράτηση | αυτοσυγκρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυγκρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοσυγκράτηση < αυτοσυγκρατούμαι + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοσυγκράτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοσυγκρατούμαι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοσυγκράτηση