Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
retenue retenues

  Ουσιαστικό επεξεργασία

retenue (fr) θηλυκό

  1. η εγκράτεια
  2. η παρακράτηση, η κράτηση

  Μετοχή επεξεργασία

retenue (fr)

  • → δείτε τη λέξη retenir