αυτοκυβέρνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοκυβέρνηση | οι | αυτοκυβερνήσεις |
γενική | της | αυτοκυβέρνησης | των | αυτοκυβερνήσεων |
αιτιατική | την | αυτοκυβέρνηση | τις | αυτοκυβερνήσεις |
κλητική | αυτοκυβέρνηση | αυτοκυβερνήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοκυβέρνηση < αυτο- + κυβέρνηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-government. Δείτε και αυτοδιαχείριση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοκυβέρνηση θηλυκό
- η ανεξάρτητη και αυτόνομη διακυβέρνηση και διοίκηση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αυτός και κυβερνώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοκυβέρνηση