Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτοαντιγόνο τα αυτοαντιγόνα
      γενική του αυτοαντιγόνου των αυτοαντιγόνων
    αιτιατική το αυτοαντιγόνο τα αυτοαντιγόνα
     κλητική αυτοαντιγόνο αυτοαντιγόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαντιγόνο < αυτο- + αντιγόνο (αντι- + -γόνο), λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική autoantigen < auto- (< αρχαία ελληνική αὐτο-) + antigen (ἀντι- + γόνος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.an.diˈɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐α‐ντι‐γό‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοαντιγόνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία