Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτοαντίσωμα τα αυτοαντισώματα
      γενική του αυτοαντισώματος των αυτοαντισωμάτων
    αιτιατική το αυτοαντίσωμα τα αυτοαντισώματα
     κλητική αυτοαντίσωμα αυτοαντισώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαντίσωμα < αυτο- + αντίσωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoantibody)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.an.ˈdi.so.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐α‐ντί‐σω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοαντίσωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία