αυλοκόλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυλοκόλακας αρσενικό
- αυτός που κολακεύει τη βασιλική αυλή, το βασιλιά ή τους αυλικούς
- (κατ’ επέκταση) αυτός που κολακεύει κάποια ισχυρά (πολιτικά) πρόσωπα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυλοκόλακας