Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυλοκόλακας οι αυλοκόλακες
      γενική του αυλοκόλακα των αυλοκολάκων
    αιτιατική τον αυλοκόλακα τους αυλοκόλακες
     κλητική αυλοκόλακα αυλοκόλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυλοκόλακας < αυλή (ο περίγυρος βασιλιά ή άλλου επιφανούς προσώπου ) + -ο- + κόλακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυλοκόλακας αρσενικό

  1. αυτός που κολακεύει τη βασιλική αυλή, το βασιλιά ή τους αυλικούς
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που κολακεύει κάποια ισχυρά (πολιτικά) πρόσωπα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία