Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλοκολακεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυλοκολακεί
α
οι
αυλοκολακεί
ες
γενική
της
αυλοκολακεί
ας
των
αυλοκολακει
ών
αιτιατική
την
αυλοκολακεί
α
τις
αυλοκολακεί
ες
κλητική
αυλοκολακεί
α
αυλοκολακεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυλοκολακεία
<
αυλή
+
-ο-
+
κολακεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυλοκολακεία
θηλυκό
η
ιδιότητα
ή η
συμπεριφορά
ενός
αυλοκόλακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλοκολακεία