αυγερινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυγερινός < μεσαιωνική ελληνική αυγερινός < αυγή
Επίθετο επεξεργασία
αυγερινός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του αυγινός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυγερινός
|
Δείτε επίσης : Αυγερινός |
αυγερινός, -ή, -ό
|