Δείτε επίσης: αὐγή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυγή οι αυγές
      γενική της αυγής των αυγών
    αιτιατική την αυγή τις αυγές
     κλητική αυγή αυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αυγή, ανατολή ήλιου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυγή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αὐγή (αρχαία σημασία: φως ήλιου)
Δείτε και Αύγουστος, λατινική Augustus < augeo (αυξάνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₂ewg-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈvʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐γή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυγή θηλυκό

  1. η αρχή μιας νέας ημέρας με το πρώτο φως του ήλιου πριν την ανατολή, το χάραμα, το ξημέρωμα
  2. (μεταφορικά) το πρώτο ξεκίνημα μιας σπουδαίας καινούριας εξέλιξης, η αρχή

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
αυγ- 

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία