ατλαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατλαντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀτλαντικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική atlantique[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.tlan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τλα‐ντι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ατλαντικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον Άτλαντα, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον χαρακτηρίζει
- (μεταφορικά) τεράστιος, ηράκλειος, κυκλώπειος
- που έχει σχέση με την Ατλαντίδα ή αναφέρεται σ’ αυτήν
- που έχει σχέση με τον Ατλαντικό Ωκεανό ή αναφέρεται σ’ αυτήν
- (πολιτική) (στρατιωτικός όρος) νατοϊκός
- (γεωγραφία) Ατλαντικός: ο Ατλαντικός Ωκεανός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Άτλας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατλαντικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ατλαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας