ασύλληπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασύλληπτος < ελληνιστική κοινή ἀσύλληπτος < αρχαία ελληνική ἀ- (στερητικό) + συλλαμβάνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incompréhensible)
Επίθετο επεξεργασία
ασύλληπτος
- που διαφεύγει τη σύλληψη
- ο δραπέτης των φυλακών παραμένει ασύλληπτος
- που δεν μπορεί να τον συλλάβει (κατανοήσει ή αντιληφθεί) το ανθρώπινο μυαλό, το αδιανόητο
- το ασύλληπτο μυστήριο του Θεού
- το μέγεθος της καταστροφής είναι ασύλληπτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασύλληπτος
|