ασυνταξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνταξία < αρχαία ελληνική ἀσυνταξία < ἀσύντακτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασυνταξία θηλυκό
- παράβαση κανόνων τού συντακτικού, σολοικισμός
- τόσα χρόνια που μαθαίνω αυτήν τη γλώσσα, είναι δύσκολο να βρεθεί ασυνταξία στα κείμενά μου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνταξία