σολοικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σολοικισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σολοικισμός [1] < σολοικίζω < σόλοικος < Σόλοι, πόλη της Κιλικίας, όπου η ελληνική μιλιόταν με ξένες επιδράσεις και παραφθαρμένα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /so.li.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐λοι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σολοικισμός αρσενικό
- το συντακτικό ή εκφραστικό λάθος, η λανθασμένη χρησιμοποίηση συντακτικών μορφών της γλώσσας στον προφορικό ή το γραπτό λόγο
- παραδείγματα σολοικισμού: *«όσο αναφορά» το θέμα αυτό - αντί: όσον αφορά το θέμα αυτό, *«υπέρ του μηδενός» αντί: πάνω από το μηδέν
- → δείτε βαρβαρισμός αφορά λανθασμένες μορφές της γλώσσας, πχ. : Το αρεοπλάνο.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανορθογραφία (για λάθη ορθογραφίας)
- βαρβαρισμός (για λάθη γραμματικής)
- μαργαριτάρι
- λάθος εκ παραδρομής, γλωσσικό ολίσθημα, lapsus
- σαρδάμ (για μπέρδεμα προφοράς)
- σολοικισμός (για λάθη συντακτικού)
- γλώσσα λανθάνουσα
- υπερδιόρθωση
και
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σολοικισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας