ασυνεπής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασυνεπής | η | ασυνεπής | το | ασυνεπές |
γενική | του | ασυνεπούς* | της | ασυνεπούς | του | ασυνεπούς |
αιτιατική | τον | ασυνεπή | την | ασυνεπή | το | ασυνεπές |
κλητική | ασυνεπή(ς) | ασυνεπής | ασυνεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασυνεπείς | οι | ασυνεπείς | τα | ασυνεπή |
γενική | των | ασυνεπών | των | ασυνεπών | των | ασυνεπών |
αιτιατική | τους | ασυνεπείς | τις | ασυνεπείς | τα | ασυνεπή |
κλητική | ασυνεπείς | ασυνεπείς | ασυνεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνεπής < α- + συνεπής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inconséquent)
Επίθετο επεξεργασία
ασυνεπής
- που δεν είναι συνεπής
- ανακόλουθος
- αντιφατικός
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνεπής