ασυνδιάλλακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνδιάλλακτος < α- + συνδιαλλάσσω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ασυνδιάλλακτος
- (λόγιο) που δεν έχει συνδιαλλαγεί ή δεν μπορεί να συνδιαλλαγεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαλλάσσομαι, αλλάζω και άλλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνδιάλλακτος
|