ασυναίρετος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυναίρετος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσυναίρετος < ἀ- + συναιρε- (συναιρῶ) + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈne.ɾe.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐ναί‐ρε‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ασυναίρετος
- (γραμματική) που δεν έχει συναιρεθεί ή δε συναιρείται
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ασυναίρετα (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυναίρετος