αστεροσκοπείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ste.ɾo.skoˈpi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστεροσκοπείο ουδέτερο
- κτήριο με θόλο, προορισμένο για την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων με τη χρήση τηλεσκοπίων και άλλων ειδικών οργάνων
- (συνεκδοχικά) το επιστημονικό ίδρυμα που στεγάζεται σε αυτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστεροσκοπείο