Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρατήρηση οι παρατηρήσεις
      γενική της παρατήρησης* των παρατηρήσεων
    αιτιατική την παρατήρηση τις παρατηρήσεις
     κλητική παρατήρηση παρατηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρατηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατήρηση < (ελληνιστική κοινήπαρατήρησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρατήρηση θηλυκό

  1. το να παρατηρείς κάτι, να το κοιτάς προσεκτικά επί αρκετή ώρα για να ανακαλύψεις ή να καταλάβεις κάτι
    σχεδόν το σύνολο των φυσικών επιστημών βασίζονται στην παρατήρηση και το πείραμα
  2. ένα σχόλιο, γραπτό ή προφορικό
    Μπορώ να κάνω μια παρατήρηση πάνω στο θέμα;
  3. επιτιμητικός λόγος, μάλωμα
    η δασκάλα του έκανε παρατήρηση για τα πολλά λάθη στο τετράδιό του
  4. (παλιότερα) γραμματική ή συντακτική ή ερμηνευτική ερώτηση διαγωνίσματος πάνω σε ένα κείμενο, άσκηση
  5. η μικρότερη ποινή σε αθλητικά ή άλλου είδους αδικήματα η οποία απλώς καταγράφεται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία