ασπρόμαυρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασπρόμαυρος
- ο συνδυασμός λευκού και μαύρου:
- στην 7η τέχνη, το ασπρόμαυρο σινεμά, ο παλιός κινηματογράφος ή σύγχρονες ταινίες που δεν χρησιμοποιούν το χρώμα
- στη φωτογραφική τέχνη
- στο ντύσιμο
- μονοκόμματος, χωρίς μεσαίες αποχρώσεις του γκρι
- Η ζωή δεν είναι ασπρόμαυρη