ασπιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασπιδοφόρος
- πολεμιστής που φέρει ασπίδα
- οι οπλίτες ήταν ασπιδοφόροι πολεμιστές που κουβαλούσαν επίσης δόρατα για την αντιμετώπιση των εχθρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπιδοφόρος